Πέτρα

Η ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ "ΜΑΡΜΑΡΟ"

Mάρμαρο | mármaro | η “λαμπερά λίθος” | κληρονομημένο από την αρχοαιοελληνική η μάρμαρος, και το ρήμα μαρμαίρω -ειν, λάμπω, λαμπυρίζω.

Πέτρα Δομβραίνας  Μπέζ Μελί

Πέτρα Επιδαύρου Ανοικτό

Πέτρα Επιδαύρου Σκούρο

Πέτρα Καλύμνου Χρυσή

Πέτρα Καλύμνου - Κόκκινο

Πέτρα Λιγουριού Μπέζ

Πέτρα Μόκκα

Πέτρα Ολύμπου

Πέτρα Spider

Πέτρα Δομβραίνας Μπέζ

Πέτρα Νότσε